ακωμώδητος

ακωμώδητος
ακωμώδητος, -η, -ο και ακωμώδιστος, -η, -ο
αυτός που δε διακωμωδήθηκε, δεν περιπαίχτηκε: Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του δεν άφησε ακωμώδητο κανέναν από τους σημαντικούς Αθηναίους του καιρού του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακωμώδητος — η, ο (Α ἀκωμῴδητος, ον) [κωμῳδῶ] αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, ο αγελοιοποίητος …   Dictionary of Greek

  • ἀκωμῳδήτως — ἀκωμῴδητος not ridiculed. adverbial ἀκωμῴδητος not ridiculed. masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”