- ακωμώδητος
- ακωμώδητος, -η, -ο και ακωμώδιστος, -η, -οαυτός που δε διακωμωδήθηκε, δεν περιπαίχτηκε: Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του δεν άφησε ακωμώδητο κανέναν από τους σημαντικούς Αθηναίους του καιρού του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.